- Κορυφασίᾳ
- Κορυφασίᾱͅ , Κορυφασίαfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κορυφασία — Προσωνυμία της θεάς Αθηνάς στην Πύλο. Ετυμολογικά, η λέξη συνδέεται με το ακρωτήριο της δυτικής παραλίας της Μεσσηνίας, Κορυφάσιο, όπου, σύμφωνα με την παράδοση, υπήρχε ναός αφιερωμένος στην Κορυφασία Αρτέμιδα. Άλλοι μελετητές διατύπωσαν την… … Dictionary of Greek
Κορυφασίας — Κορυφασίᾱς , Κορυφασία fem acc pl Κορυφασίᾱς , Κορυφασία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Coryphasia — CORYPHASIA, æ, Gr. Κορυφασία, ας, ein Beynamen der Minerva, welche ihren Tempel zu Pylus hatte, und, weil solche Stadt auf dem koryphasischen Vorgebirge stund, so hat sie daher auch solche Benennung bekommen. Pausan. Messen. c. 36. p. 285. Jedoch … Gründliches mythologisches Lexikon